Η διαχείριση του μαστού αρχίζει με την κλινική εξέταση και περιλαμβάνει την ψηλάφηση των μαστών, τη δοκιμασία προκλητής έκκρισης θηλής καθώς και την ψηλάφηση των μασχαλιαίων χωρών και του τραχήλου για τυχόν παρουσία διογκωμένων λεμφαδένων.Την κλινική εξέταση συμπληρώνουν διάφορες απεικονιστικές εξετάσεις, ιδανικά πραγματοποιημένες από ακτινολόγους με εμπειρία στην νοσολογία του μαστού καθώς κ στη συσχέτιση κλινικών και απεικονιστικών ευρημάτων. Οι συνήθεις στο μαστό είναι η ψηφιακή μαστογραφία (MM), το υπερηχογράφημα (US) και η μαγνητική μαστογραφία (MRI Mammography – MRM).
Η συσχέτιση του συνόλου των πληροφοριών από τον εξειδικευμένο χειρουργό μαστού οδηγεί στη διάγνωση με ή χωρίς τη διενέργεια βιοψίας (με χοντρή ή λεπτή βελόνη ή και βιοψία δέρματος τύπου punch) αναλόγως τη φύσης της βλάβης και του βαθμού κλινικής υποψίας.
Όταν διαγνωστεί μία βλάβη που χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης, αυτή πραγματοποιείται στο χειρουργείο υπό γενική αναισθησία χρησιμοποιώντας μία ευρεία γκάμα ογκοπλαστικών χειρουργικών τεχνικών που στόχο έχουν τη μέγιστη θεραπευτική αποτελεσματικότητα με το βέλτιστο αισθητικό αποτέλεσμα. Η χειρουργική θεραπεία του μαστού αναλόγως της φύσεως της βλάβης (καλοήθης ή κακοήθης) μπορεί να επιβάλει παρέμβαση στους λεμφαδένες, η οποία σε πρώτη φάση γίνεται με τη βιοψία του λεμφαδένος φρουρού. Η παθολογοανατομική εξέταση δίνει την τελική βιοψία του χειρουργικού παρασκευάσματος που καθορίζει και την περαιτέρω αντιμετώπιση.